γυμνασιαρχεύω

γυμνασιαρχεύω
αμετ. быть исполняющим обязанности директора гимназии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γυμνασιαρχεύω" в других словарях:

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη, αντικαθιστώ τον γυμνασιάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη: Στο σχολείο μου γυμνασιαρχεύει για χρόνια ο ίδιος διευθυντής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»